- διαυθεντώ
- διαυθεντῶ (-έω) (Α)1. βεβαιώνω με ασφάλεια, είμαι καλά πληροφορημένος («τὸ δ' εἰ ταῑς αληθείαις τοιοῡτον ἐστιν... μὴ ἔχειν ἡμᾱς διαυθεντεῑν», Σέξτ. Εμπ., Προς Μαθηματικούς)2. (με γεν.) είμαι κύριος, δεσπόζω («διδάσκειν δὲ γυναικὶ οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ διαυθεντεῑν τοῡ ἀνδρὸς» Ιω. Χρυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.